λίχνευμα

λίχνευμα
λίχν-ευμα, ατος, τό,
A a dainty, delicacy, Sophr.24.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λίχνευμα — a dainty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίχνευμα — το (Α λίχνευμα) [λιχνεύω] ορεκτικό φαγητό, λειχουδιά, μεζές …   Dictionary of Greek

  • SOLEN — Graece σωλην`, a figura canalis seu tubi, alias ὄνυξ, unguis quod testa eius unguem referat humanum, χηρᾶν γυναικῶν λίχνευμα, viduarum cupediae Sophrom Comico, pauperioribus in delitiis fuit. Sed feminae dulciores: omnes vero edebantur elixi ac… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευπάθεια — η (ΑΜ εὐπάθεια, Α και ιων. τ. εὐπαθίη) [ευπαθής] (για νόσους) η έλλειψη αντοχής τού οργανισμού, η ευαισθησία στις παθήσεις, στις νόσους («ευπάθεια στομάχου») νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή συσκευές) η ιδιότητα μιας συσκευής να σημειώνει και τις… …   Dictionary of Greek

  • λίχνευσις — λίχνευσις, ἡ (Μ) [λιχνεύω] λίχνευμα, ορεκτικό φαγητό, λειχουδιά …   Dictionary of Greek

  • μεζές — ο 1. έδεσμα σε μικρή ποσότητα και συνήθως σε μικρά κομμάτια που προσφέρεται ως ορεκτικό για να συνοδέψει το κρασί ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό 2. (κατ επέκτ.) ελάχιστη ποσότητα φαγητού («το μεσημέρι δεν έφαγα, έναν μεζέ πήρα μόνο») 3. μτφ. μικρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”